- προσχρωννυμι
- προσχρώννυμιπροσ-χρώννῡμιокрашивать, натирать
(τί τινι Diod.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τί τινι Diod.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προσχρώννυμι — Α 1. χρωματίζω κάτι με επάλειψη ή με τρίψιμο 2. μτφ. δίνω μαύρο χρώμα («Λακεδαιμονίους ὑποπεσόντας... τῷ γραφείῳ προσέχρωσε», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + χρώννυμι «χρωματίζω»] … Dictionary of Greek